του Θωμά Σίδερη
Μνήμη Λουκμάν Σαχζάτ. 2 χρόνια πριν.
Τουλάχιστον εδώ, 145 χιλιόμετρα από το Ισλαμαμπάντ, δε θα φοβάμαι. Κι ομολογώ φοβήθηκα πολύ στη ζωή μου. Φοβήθηκα τους στρατιώτες, τους συνοριοφύλακες, τους αστυνομικούς, τους φασίστες. Δεν ξέρω ποιους φοβήθηκα περισσότερο. Μπορεί να μην ήταν πολλοί, μπορεί να ήταν μόνο ένας που άλλαζε στολές και πρόσωπα. Ο στρατιώτης στη Λαχόρη, έγινε συνοριοφύλακας στον Έβρο, αστυνομικός στην Ομόνοια, φασίστας στα Πετράλωνα.
Γύρισα στην πατρίδα με δανεικά ναύλα, ρούχα και παπούτσια. Τι είναι η πατρίδα; Πίστεψα ότι έχω δυο πατρίδες. Ο Ραφίκ με έλεγε αφελή και βλάκα. Αντί να σκύβω το κεφάλι και να παίρνω είκοσι ευρώ μεροκάματο, εγώ σκεφτόμουν αν ο άνθρωπος μπορεί να έχει δυο και τρεις και όσες θέλει πατρίδες. Ο άνθρωπος σκέφτεται, τα κτήνη όχι. Τα κτήνη δολοφονούν.
Το ποδήλατό μου πού να είναι τώρα; Θυμάμαι την πρώτη φορά που έκανα πετάλι στην Πέτρου Ράλλη. Από τον Κηφισό, έστριψα αριστερά και βγήκα στη μεγάλη λεωφόρο. Ήταν ακόμα νύχτα. Άγρια και βαθιά νύχτα στη λεωφόρο και στην Ελλάδα όλη. Πήγαινα από κάτω από τις γραμμές του τρόλεϊ. Πέρασα το Μεταγωγών –εκεί ο Γκουλάμ έμεινε δεκαπέντε μέρες- και σταμάτησα στο φανάρι της διασταύρωσης με την Αγία Άννης. Η μυρωδιά από τα μπισκότα! Ήμουνα νηστικός δυο μέρες, στα παιδιά στο σπίτι είπα ότι είχα φάει, δεν ήθελα να ξέρουν ότι όλα τα μεροκάματα της περασμένης εβδομάδας τα έχω βάλει στην άκρη. Η Μπενταρί… η Mαλάλα… η Σίντρα… Οι αδελφές μου…
Τις προάλλες το αφεντικό μού είπε να πάω νωρίτερα. Έπρεπε να ξεφορτώσω ένα μεγάλο φορτηγό με πορτοκάλια και να φορτώσω τα καφάσια σε άλλα μικρότερα φορτηγά. Μη με ρωτήσεις πόσα ήταν τα καφάσια. Δεν ξέρω… Δεν ξέρω να μετράω. Κι ούτε θα μάθω ποτέ. Κάποια στιγμή τα πόδια μου λύγισαν. Είπα να ξαποστάσω, πήρα ένα πορτοκάλι και το ‘κοψα στα δυο. Το πορτοκάλι έσταζε αίμα. Το αφεντικό κανόνιζε την τιμή που θα πουλούσε και κάπου στο βάθος ακούστηκε το τρένο που περνούσε από το σταθμό στου Ρουφ. Αίμα… τιμή… Μέχρι τότε, ήξερα τη φράση μέχρι εκεί. Και φοβόμουν, φοβόμουν πολύ. Το αφεντικό φώναζε να τελειώνω, τα πορτοκάλια λιγόστευαν, το ίδιο και οι μέρες μου.
Στο Περιστέρι της καινούριας πατρίδας μου είναι το σπίτι μου. Έχουμε και στο Πακιστάν περιστέρια και περιστερώνες. Κάποτε ένα φίδι προσπάθησε να πιάσει ένα περιστέρι και να το σκοτώσει. Αντί για γλώσσα, το φίδι είχε μια μεταλλική λεπίδα που άστραφτε κάτω από τον ήλιο. Αλλά τότε ήταν νύχτα –μόνο νύχτα τότε- κι έτσι ξεγελάστηκε προς στιγμή. Άκουσε όμως το σούρσιμο. Ήταν ένα μακρύ και ύπουλο σούρσιμο. Την ώρα που το φίδι προσπάθησε να του βγει μπροστά και να το αιφνιδιάσει, το περιστέρι πέταξε μακριά. Τα περιστέρια δεν έχουν πατρίδες. Τα περιστέρια πετούν πάνω από τα σύνορα, ερωτεύονται πάνω από τα σύνορα, χορεύουν πάνω από τα σύνορα. Κι ύστερα χάνονται στα βάθη του ουρανού.
Η μάνα μου νόμιζε πως κρυώνω. Ήρθε και με σκέπασε. Στην καινούρια πατρίδα δεν είχα ποιον να με φροντίσει. Τώρα έχω εκείνη. Μου ψιθύρισε στο αυτί πως πάνω στη σέλα του ποδηλάτου μου κάθεται πια ένα περιστέρι. Ύστερα με σκέπασε –για τελευταία φορά- και πάνω από το σεντόνι μού άφησε το κοράνι.
___________
«Και είπε: “Αγάπησα –πράγματι- την αγάπη του αγαθού, με σκοπό την ανάμνηση (να δοξάζω τον Κύριό μου)” - μέχρις ότου (ο ήλιος) κρύφτηκε με το πέπλο (της νύχτας)».
Κοράνι, Μέρος 23ο, παρ. 32
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου